- αγχίνοια
- Η ετοιμότητα του πνεύματος, η οξύτητα του νου, η ευφυΐα, η ευστροφία, η κρίση. Ετυμολογικά, η α. προέρχεται από τις λέξεις άγχι (= κοντά) και νοώ. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν την έκφραση τη ση αγχινοία ως τιμητική προσφώνηση. Ως όρος της ψυχολογίας χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει την ικανότητα της σκέψης να βρίσκει ομοιότητες και αναλογίες ανάμεσα σε έννοιες ή πράγματα που είναι φαινομενικά ανόμοια, ή, αλλιώς, να διακρίνει τη βαθύτερη σχέση διαφορετικών παραστάσεων. Με αυτή τη σημασία, η α. διακρινόταν από την οξύνοια, που σημαίνει ικανότητα να βρίσκονται οι αντιθέσεις και οι διαφορές ανάμεσα σε όμοιες παραστάσεις, και από τη βαθύνοια ή βαθυγνωμοσύνη, που είναι η ικανότητα να βρίσκονται οι βαθύτερες σχέσεις που συνδέουν μεταξύ τους τα διάφορα νοήματα.
* * *η (Α ἀγχίνοια) [ἀγχίνους]οξύνοια, ευστροφία, εξυπνάδα, ετοιμότητα πνεύματος.
Dictionary of Greek. 2013.